- ανάκουστος
- η , ο1) неслыханный, небывалый; 2) неслышный, очень тихий; 3) прекрасный, неподражаемый (о пении птиц)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανάκουστος — και ανάκουγος, η, ο (Μ ἀνάκουστος) 1. αυτός που δεν ακούει, ο κουφός 2. αυτός που δεν ακούγεται 3. αυτός που ακούγεται για πρώτη φορά, πρωτάκουστος (συνήθως για να εκφράσει απορία και θαυμασμό, για καλό ή κακό) 4. αυτός, για τον οποίο δεν… … Dictionary of Greek
ανάκουστος — η, ο 1. αυτός που δεν ακούεται, ο σιγανός: Μιλούσε ανάκουστα. 2. πρωτάκουστος: Μου λες πράγματα ανάκουστα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀνακούστου — ἀνάκουστος not hearing masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιποθυμώ — άω και έω (AM λιποθυμῶ, έω) υφίσταμαι λιποθυμία νεοελλ. (η μτχ. παθ. παρακμ.) λιποθυμισμένος, η, ο α) λιπόθυμος β) μτφ. (για ήχο) πολύ σιγανός, ξεψυχισμένος («ανάκουστος κελαϊδισμός και λιποθυμισμένος», Σολωμ.) μσν. μένω άπνους, νεκρός, πεθαίνω… … Dictionary of Greek